- βαριεστιμάρα
- η1) скука, пресыщенность; усталость (от неинтересного занятия); 2) неохота
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανία — η πλήξη, βαριεστιμάρα: Από τη μονότονη ζωή του χωριού ένιωθε ανία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οκνηρία — η έλλειψη προσπάθειας, νωθρότητα, βαριεστιμάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)